- θρασύθυμος
- θρασύθυμος, -ον (Α)αυτός που έχει τολμηρή ψυχή, ο γενναιόψυχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ-* + -θυμος (< θυμός «ψυχή»), πρβλ. μεγά-θυμος, οξύ-θυμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θρασύθυμα — θρασύθυμος bold hearted neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασυ- — πρώτο συνθετικό λέξεων κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής και λίγων τής Μεσαιωνικής και Νέας, το οποίο χαρακτηρίζει το β συνθετικό με τις σημασίες: α) θαρραλέος, τολμηρός, ανδρείος πρβλ. θρασύπονος αρχ. θρασύβουλος, θρασύγυιος, θρασυεργός, θρασύθυμος,… … Dictionary of Greek
θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek